- ροδοχαράζω
- Νανατέλλω, εμφανίζομαι ρόδινος («κοίτα την άνοιξη... / όμορφα που ροδοχαράζει», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + χαράζω. Ο τ. ροδοχαράζει μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροδοχάραμα — το, Ν [ροδοχαράζω] ροδόχρωμη ανατολή … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek